κομψευριπικως

κομψευριπικως
    κομψευριπικῶς
    κομψ-ευρῑπικῶς
    [из *κομψευριπιδικῶς от κομψός + Εὐριπίδης] ирон. с эврипидовским изяществом
    

(εἰπεῖν Arph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κομψευριπικως" в других словарях:

  • κομψευριπικώς — κομψευριπικῶς και κομψευριπιδικῶς (Α) επίρρ. με κομψεύματα τού Ευριπίδη, με κομψολογήματα («εἴποιμ ἂν αὐτὸ δῆτα κομψευριπικῶς», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψευριπιδικῶς, με απλολογία (< κομψός + Ευριπίδης)] …   Dictionary of Greek

  • κομψευριπικῶς — κομψευρῑπικῶς , κομψευριπικῶς with Euripides quibbles indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομψός — ή, ό (ΑM κομψός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτότητα στο παρουσιαστικό, καλαίσθητος 2. χαριτωμένος, ευχάριστος 3. αυτός που γίνεται με κομψότητα, με χάρη (α. «κομψό ντύσιμο» β. «κομψή συμπεριφορά») αρχ. 1. ευφυής, πνευματώδης… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»